κοσμοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοσμοπληθής]], -ές (Α)<br />αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῑ κατακλυσμῷ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), [[πρβλ]]. [[θυμοπληθής]], [[οινοπληθής]]].
|mltxt=[[κοσμοπληθής]], -ές (Α)<br />αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῖ κατακλυσμῷ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), [[πρβλ]]. [[θυμοπληθής]], [[οινοπληθής]]].
}}
}}

Revision as of 10:00, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοπληθής Medium diacritics: κοσμοπληθής Low diacritics: κοσμοπληθής Capitals: ΚΟΣΜΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: kosmoplēthḗs Transliteration B: kosmoplēthēs Transliteration C: kosmoplithis Beta Code: kosmoplhqh/s

English (LSJ)

ές, filling the world, κατακλυσμός LXX 4 Ma.15.31.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοπληθής: -ές, ὁ πληρῶν τὸν κόσμον, κατακλυσμὸς Δ΄ Μακκ. ιε΄, 31.

Greek Monolingual

κοσμοπληθής, -ές (Α)
αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῖ κατακλυσμῷ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. θυμοπληθής, οινοπληθής].