ἐλαιοστάφυλος: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐλαιοστάφυλος]], ο (Α)<br />ο [[ελαιόκαρπος]] που παράγεται από βλαστό [[ελιάς]] εγκεντρισμένο, μπολιασμένο σε [[κλήμα]] («ἐὰν ἐλαίαν εἰς ἄμπελον ἐγκεντρίσῃ, οὐ βότρυας μόνον ἐκ ταύτης γίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐλαίας... | |mltxt=[[ἐλαιοστάφυλος]], ο (Α)<br />ο [[ελαιόκαρπος]] που παράγεται από βλαστό [[ελιάς]] εγκεντρισμένο, μπολιασμένο σε [[κλήμα]] («ἐὰν ἐλαίαν εἰς ἄμπελον ἐγκεντρίσῃ, οὐ βότρυας μόνον ἐκ ταύτης γίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐλαίας... καλεῖται δὲ ὁ ἐξ αὐτής [[καρπὸς]] [[ἐλαιοστάφυλος]]», Γεωπον.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 13 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, vine grafted on an olive, Gp. 9.14 tit.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bot. vid injertada de olivo planta libia cuyo fruto era llamado οὐβολίβα Gp.9.14 (tít.).
German (Pape)
[Seite 789] ὁ, ein auf einen Oelbaum gepflanzter Weinstock, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοστάφυλος: ὁ, ὁ καρπὸς ἐλαίας ἐγκεκεντρισμένης εἰς ἄμπελον, Γεωπ. 9. 14.
Greek Monolingual
ἐλαιοστάφυλος, ο (Α)
ο ελαιόκαρπος που παράγεται από βλαστό ελιάς εγκεντρισμένο, μπολιασμένο σε κλήμα («ἐὰν ἐλαίαν εἰς ἄμπελον ἐγκεντρίσῃ, οὐ βότρυας μόνον ἐκ ταύτης γίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐλαίας... καλεῖται δὲ ὁ ἐξ αὐτής καρπὸς ἐλαιοστάφυλος», Γεωπον.).