ἀπολογοῦμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(CSV import)
(No difference)

Revision as of 14:20, 14 October 2022

Mantoulidis Etymological

(=μιλῶ γιά νά ὑπερασπίσω τόν ἑαυτό μου). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀπόλογος (=διήγηση) → ἀπό + λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπολόγημα (=ὑπεράσπιση), ἀπολογητέον, ἀπολογητικός, ἀπολογία, ἀπολογίζομαι, ἀπολογισμός, ἀναπολόγητος (=ἀδικαιολόγητος).