ἐνυάλιος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> ὁ) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
(CSV import)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐνῡάλιος:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ [[бой]], [[битва]] Eur.
|elrutext='''ἐνῡάλιος:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ [[бой]], [[битва]] Eur.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(πολεμοχαρής, ἐπώνυμο τοῦ Ἄρη). Ἀπό τό [[ἐνυώ]] -οῦς (=ἡ θεά τοῦ πολέμου).
}}
}}

Revision as of 14:31, 14 October 2022

German (Pape)

[Seite 859] (Ἐνυώ), kriegerisch, streitbar, Beiname des Ares, ll. 17, 211, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 179; ἰωχμός Theocr. 25, 279; ἄνδρες D. Per. 97; ἀϋταί Opp. Cyn. 2, 58, wie κέλαδος, Kriegslärm, Hsliod. 1, 31. Gew. substantivisch = Ἄρης, Il. 20, 69, Hes., Pind. u. A. In Soph. Ai. 179 nimmt man es für eine besondere Gottheit, vgl. nom. propr.; τὸ ἐνυάλιον, das Schlachtgeschrei, Poll. 1, 163; auch ὁ ἐνυάλιος, Heliod. 4, 17.

Spanish (DGE)

(ἐνῡάλιος) -ον
• Alolema(s): fem. -ίη Q.S.1.402, Nonn.D.22.132, 34.136, 35.89
• Morfología: [gen. -ίοιο Nonn.D.27.119]
I 1guerrero, belicoso, terrible epít. de dioses y héroes Ἄρης δεινὸς ἐ. Il.17.211, Lycurg.77, Aen.Tact.24.2, de Dioniso Lyr.Adesp.109b, Macr.Sat.1.19.1, de Zeus, Hestiaeus 3, Αἰνεάδης Opp.C.1.2, κούρη e.d., Pentesilea, Q.S.l.c., Δειανείρη Nonn.D.35.89
tb. de pers. γαμβρός ref. un príncipe bárbaro, Nonn.D.34.221, ἄνδρες de la Dalmacia, D.P.97.
2 de cosas guerrero, de guerra ἰωχμός Theoc.25.279, σίδηρος Nonn.D.29.265, χορείη Nonn.D.27.119, πεύκη Nonn.D.34.136, θύρσος Nonn.D.43.74, τὸν ἐνυάλιον παιᾶνα ... ἐπαλαλαζόντων Iul.Or.1.36b
de guerra, militar στολή Afric.Cest.1.1.9, ἔσθημα Tz.H.12.785.
II subst. τὸ Ἐ. Enialion templo de Enialio en la isla de Minoa (Mégara), Th.4.67 (cód., pero cf. Ἐνυαλιεῖον).

Greek Monolingual

ἐνυάλιος, -ον και -ος, -ίη, -ον (AM)
πολεμικός, μαχητικός, μανιώδης
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνυάλιον
το πολεμικό σάλπισμα
αρχ.
1. επωνυμία του Άρη, ο Άρης (κάποτε όμως διακρίνεται ο Ενυάλιος από τον Άρη)
2. συνεκδ. η μάχη
3. πολεμική κραυγή
4. επίθ. του Διονύσου
5. (το ουδ. ως κύρ. όνομα) τὸ Ἐνυάλιον
ναός του Ενυαλίου.

Russian (Dvoretsky)

ἐνῡάλιος: боевой, бранный (ἰωχμός Theocr.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνῡάλιος:
Iбой, битва Eur.

Mantoulidis Etymological

(πολεμοχαρής, ἐπώνυμο τοῦ Ἄρη). Ἀπό τό ἐνυώ -οῦς (=ἡ θεά τοῦ πολέμου).