μωκός: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μωκός]], ὁ (Α)<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο [[χλευαστής]], ο [[σκώπτης]] («μωκοῦ καὶ εἴρωνος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. <i>μωκῶμαι</i> <b>βλ. λ.</b>].
|mltxt=[[μωκός]], ὁ (Α)<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο [[χλευαστής]], ο [[σκώπτης]] («μωκοῦ καὶ εἴρωνος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. <i>μωκῶμαι</i> <b>βλ. λ.</b>].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[χλευαστής]]). Στήν ἀρχική του [[σημασία]] ἠχοποίητη, μέ πιθανή ἐπίδραση τοῦ [[μῶμος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[μωκάομαι]] (=περιγελῶ), [[μῶκος]] (=ὁ [[ἐμπαιγμός]]), [[μωκίζω]] (=περιπαίζω).
}}
}}

Revision as of 15:05, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωκός Medium diacritics: μωκός Low diacritics: μωκός Capitals: ΜΩΚΟΣ
Transliteration A: mōkós Transliteration B: mōkos Transliteration C: mokos Beta Code: mwko/s

English (LSJ)

ὁ, mocker, Arist.HA491b17, EM593.7: as adjective, φίλος μ. LXXSi.36(33).6.

German (Pape)

[Seite 225] ὁ, der Spötter, neben εἴρων, Arist. H. A. 1, 9; χλευαστής, VLL.

Russian (Dvoretsky)

μωκός:насмешник Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μωκός: ὁ, χλευαστής, σκώπτης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7.

Greek Monolingual

μωκός, ὁ (Α)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο χλευαστής, ο σκώπτης («μωκοῦ καὶ εἴρωνος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. μωκῶμαι βλ. λ.].

Mantoulidis Etymological

(=χλευαστής). Στήν ἀρχική του σημασία ἠχοποίητη, μέ πιθανή ἐπίδραση τοῦ μῶμος.
Παράγωγα: μωκάομαι (=περιγελῶ), μῶκος (=ὁ ἐμπαιγμός), μωκίζω (=περιπαίζω).