τριώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τριώνυμος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που έχει [[τρία]] ονόματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τριώνυμο]]<br /><b>μαθημ.</b> [[κάθε]] [[πολυώνυμο]] με [[τρεις]] όρους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τριώνυμη [[ονομασία]]»<br />(βοτ.-ζωολ.) [[διεθνής]] καθιερωμένη [[απόδοση]] της επιστημονικής ονομασίας οργανισμών, η οποία αποτελείται από [[τρεις]] λέξεις, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[ονομασία]] τών υποειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-η, -ο / [[τριώνυμος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που έχει [[τρία]] ονόματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τριώνυμο]]<br /><b>μαθημ.</b> [[κάθε]] [[πολυώνυμο]] με [[τρεις]] όρους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τριώνυμη [[ονομασία]]»<br />(βοτ.-ζωολ.) [[διεθνής]] καθιερωμένη [[απόδοση]] της επιστημονικής ονομασίας οργανισμών, η οποία αποτελείται από [[τρεις]] λέξεις, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[ονομασία]] τών υποειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[que tiene tres nombres]] de Hécate-Selene-Ártemis εὐχαῖσιν ἐπάκουσον ἐμαῖς, πολυώδυνε Σελήνη, ... τρικάρανε, τριώνυμε Μήνη <b class="b3">escucha mis ruegos, Selene, tú que estás llena de dolor, tricéfala, que tienes tres nombres, Mene</b> P IV 2546 τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, ..., τρικάρανε, τριώνυμε Σελήνη <b class="b3">por ello te llaman Hécate, tricéfala, Selene de tres nombres</b> P IV 2821
}}
}}

Revision as of 15:00, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐώνῠμος Medium diacritics: τριώνυμος Low diacritics: τριώνυμος Capitals: ΤΡΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: triṓnymos Transliteration B: triōnymos Transliteration C: trionymos Beta Code: triw/numos

English (LSJ)

ον, having three names, PMag.Par. 1.2546, Lyd.Mag.1.21 (in tit.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τριώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων τρία ὀνόματα, πόθεν διώνυμοι καὶ τριώνυμοι οἱ ἀρχαῖοι ἐχρημάτιζον Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. 1 (ἐν τῇ ἐπικεφαλίδι).

Spanish

que tiene tres nombres

Greek Monolingual

-η, -ο / τριώνυμος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει τρία ονόματα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τριώνυμο
μαθημ. κάθε πολυώνυμο με τρεις όρους
2. φρ. «τριώνυμη ονομασία»
(βοτ.-ζωολ.) διεθνής καθιερωμένη απόδοση της επιστημονικής ονομασίας οργανισμών, η οποία αποτελείται από τρεις λέξεις, όπως είναι λ.χ. η ονομασία τών υποειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. τετρα-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Léxico de magia

-ον que tiene tres nombres de Hécate-Selene-Ártemis εὐχαῖσιν ἐπάκουσον ἐμαῖς, πολυώδυνε Σελήνη, ... τρικάρανε, τριώνυμε Μήνη escucha mis ruegos, Selene, tú que estás llena de dolor, tricéfala, que tienes tres nombres, Mene P IV 2546 τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, ..., τρικάρανε, τριώνυμε Σελήνη por ello te llaman Hécate, tricéfala, Selene de tres nombres P IV 2821