ὁλόλευκος: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁλόλευκος]], -ον) [[κατάλευκος]], [[κάτασπρος]], εντελώς [[λευκός]] («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὁλόλευκος]], -ον) [[κατάλευκος]], [[κάτασπρος]], εντελώς [[λευκός]] («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.). | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[enteramente blanco]] de un gallo ἀποτεμὼν τὴν κεφαλὴν ἀλεκτρυόνος τελείου ὁλολεύκου <b class="b3">corta la cabeza de un gallo perfecto enteramente blanco</b> P IV 36 ἔχων ὁλόλευκον ἀλέκτορα καὶ στρόβιλον <b class="b3">toma un gallo enteramente blanco y una piña</b> P II 73 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 15 October 2022
English (LSJ)
ον, all white, τάριχος Antiph.186.3; χλαμύς Philetaer.20; στρόφιον Plu. Arat.53; ὄρνιθες Paus.8.17.3; albino, Heph.Astr.1.1.
German (Pape)
[Seite 325] ganz weiß; Antiphan. bei Ath. III, 118 d; Paus. 8, 17, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόλευκος: -ον, κατάλευκος, ὁλόασπρος, «κάτασπρος», τάριχος ἀντακαῖον ἐν μέσῳ πῖον, ὁλόλευκον, θερμὸν Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 3· χλαμὺς Φιλέταιρ. ἐν Ἀδήλ. 2.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁλόλευκος, -ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.).
Léxico de magia
-ον enteramente blanco de un gallo ἀποτεμὼν τὴν κεφαλὴν ἀλεκτρυόνος τελείου ὁλολεύκου corta la cabeza de un gallo perfecto enteramente blanco P IV 36 ἔχων ὁλόλευκον ἀλέκτορα καὶ στρόβιλον toma un gallo enteramente blanco y una piña P II 73