ἱεράκειος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱεράκειος]], -εία, -ον (Α) [[ιέραξ]]<br />αυτός που αναφέρεται σε [[γεράκι]] ή μοιάζει με [[γεράκι]] («ἱεράκειον [[πρόσωπον]]»). | |mltxt=[[ἱεράκειος]], -εία, -ον (Α) [[ιέραξ]]<br />αυτός που αναφέρεται σε [[γεράκι]] ή μοιάζει με [[γεράκι]] («ἱεράκειον [[πρόσωπον]]»). | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[de halcón]] (καταγράφεται) τὸ δὲ τῆς καλπάσσου φύλλον αἵματι ἱερακείῳ, ᾧ συμμίσγεται αἰθάλη χρυσοχόου <b class="b3">la hoja de lino se pinta con sangre de halcón, con la que se mezcla polvo de orfebre</b> P IV 2103 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 15 October 2022
English (LSJ)
α, ον, of a hawk, πρόσωπον Porph. ap. Eus.PE3.12.
German (Pape)
[Seite 1240] habichtähnlich, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεράκειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἱέρακα ἢ ὅμοιος αὐτῷ, πρόσωπον Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 116D.
Spanish
Greek Monolingual
ἱεράκειος, -εία, -ον (Α) ιέραξ
αυτός που αναφέρεται σε γεράκι ή μοιάζει με γεράκι («ἱεράκειον πρόσωπον»).
Léxico de magia
-ον de halcón (καταγράφεται) τὸ δὲ τῆς καλπάσσου φύλλον αἵματι ἱερακείῳ, ᾧ συμμίσγεται αἰθάλη χρυσοχόου la hoja de lino se pinta con sangre de halcón, con la que se mezcla polvo de orfebre P IV 2103