ἐπιπαρεμβάλλω: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπαρεμβάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρατάσσω]] [[ξανά]], [[ανασυντάσσω]] («παραγγείλαντα | |mltxt=[[ἐπιπαρεμβάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρατάσσω]] [[ξανά]], [[ανασυντάσσω]] («παραγγείλαντα πᾶσιν ἐπιπαρεμβαλεῖν τήν [[φάλαγγα]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[μπαίνω]] στη [[γραμμή]] με άλλους («ἐξ ἀσπίδος ἐπιπαρενέβαλλον», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:37, 29 October 2022
English (LSJ)
A re-form, ἐ. φάλαγγα Plb.12.19.6. II. intr., fall into line with others, Id.3.115.10, 11.23.5.
German (Pape)
[Seite 968] (s. βάλλω), noch dazu, von Neuem hineinwerfen; τὴν φάλαγγα, die Phalanx herstellen, Pol. 12, 19, 6. Auch intrans., noch dazu einrücken, Pol. 3, 115, 10. 11, 23, 5.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπαρεμβάλλω: воен.
1) перестраивать (φάλαγγα Polyb.);
2) перестраиваться: ἐξ ἀσπίδος ἐ. Polyb. заходить (к неприятелю) слева.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπαρεμβάλλω: παρεμβάλλω προσέτι ἢ πλησίον, ἐπιπ. φάλαγγα, παρατάττω αὐτὴν ἐκ νέου, Πολύβ. 12. 19, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔρχομαι εἰς γραμμὴν μετ᾿ ἄλλων, ὁ αὐτ. 3. 115, 10., 11. 23, 4, κτλ.
Greek Monolingual
ἐπιπαρεμβάλλω (Α)
1. παρατάσσω ξανά, ανασυντάσσω («παραγγείλαντα πᾶσιν ἐπιπαρεμβαλεῖν τήν φάλαγγα», Πολ.)
2. (αμτβ.) μπαίνω στη γραμμή με άλλους («ἐξ ἀσπίδος ἐπιπαρενέβαλλον», Πολ.).