παραγεμίζω: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(30) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και παραγιομίζω<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ, [[υπερπληρώ]] («παραγέμισες τη [[βαλίτσα]]»)<br /><b>2.</b> [[προσθέτω]] στο [[κυρίως]] [[φαγητό]] διάφορα υλικά ή αρτύματα, [[βάζω]] τη [[γέμιση]] («[[παραγεμίζω]] τα κολοκυθάκια»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με λόγο, [[ομιλία]] ή γραπτό [[κείμενο]]) [[παρενθέτω]] διάφορα στοιχεία, όπως λ.χ. φράσεις, παραπομπές, ρητά, πλεοναστικώς, [[προσθέτω]] περιττά στοιχεία<br /><b>4.</b> υπερπληρούμαι, [[ξεχειλίζω]] («παραγέμισε η [[στέρνα]]»). | |mltxt=παραγεμίζω και [[παραγιομίζω]]<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ, [[υπερπληρώ]] («παραγέμισες τη [[βαλίτσα]]»)<br /><b>2.</b> [[προσθέτω]] στο [[κυρίως]] [[φαγητό]] διάφορα υλικά ή αρτύματα, [[βάζω]] τη [[γέμιση]] («[[παραγεμίζω]] τα κολοκυθάκια»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με λόγο, [[ομιλία]] ή γραπτό [[κείμενο]]) [[παρενθέτω]] διάφορα στοιχεία, όπως λ.χ. φράσεις, παραπομπές, ρητά, πλεοναστικώς, [[προσθέτω]] περιττά στοιχεία<br /><b>4.</b> υπερπληρούμαι, [[ξεχειλίζω]] («παραγέμισε η [[στέρνα]]»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:18, 30 October 2022
Greek Monolingual
παραγεμίζω και παραγιομίζω
1. γεμίζω κάτι πάρα πολύ, υπερπληρώ («παραγέμισες τη βαλίτσα»)
2. προσθέτω στο κυρίως φαγητό διάφορα υλικά ή αρτύματα, βάζω τη γέμιση («παραγεμίζω τα κολοκυθάκια»)
3. μτφ. (σχετικά με λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο) παρενθέτω διάφορα στοιχεία, όπως λ.χ. φράσεις, παραπομπές, ρητά, πλεοναστικώς, προσθέτω περιττά στοιχεία
4. υπερπληρούμαι, ξεχειλίζω («παραγέμισε η στέρνα»).