προσορμίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(6) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσορμίζομαι:''' μέλ. αιτ. <i>-ιοῦμαι</i>, Μέσ., [[αγκυροβολώ]] κοντά σε ένα [[μέρος]], σε Ηρόδ., Δημ.· ομοίως, στον Παθ. αόρ. αʹ <i>προσωρμίσθην</i>, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''προσορμίζομαι:''' μέλ. αιτ. <i>-ιοῦμαι</i>, Μέσ., [[αγκυροβολώ]] κοντά σε ένα [[μέρος]], σε Ηρόδ., Δημ.· ομοίως, στον Παθ. αόρ. αʹ <i>προσωρμίσθην</i>, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιοῦμαι<br />Mid. to [[come]] to [[anchor]] near a [[place]], Hdt., Dem.; so in aor1 [[pass]]. προσωρμίσθην, NTest. | |||
}} | }} |