πτερνιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_12)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ο / [[πτερνιστήρ]], -ῆρος, ΝΜ, και [[πτερνιστήρα]] και [[φτερνιστήρα]], ἡ, Μ<br />μεταλλικό [[αντικείμενο]] που προσαρμόζεται στη [[φτέρνα]] τών [[υποδημάτων]] τών ιππέων και το οποίο έχει [[αιχμή]] ή τροχίσκο στο εξωτερικό του [[άκρο]], με τα οποία κεντά ο [[αναβάτης]] το [[υποζύγιο]] για να τρέξει, κν. [[σπιρούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτερνίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i>(<i>ας</i>), <b>πρβλ.</b> <i>σωφρονισ</i>-<i>τήρ</i>].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερνιστήρ''': ῆρος, ὁ, τὸ [[σιδήριον]] τὸ προσαρμοζόμενον εἰς τὴν πτέρναν τῶν ὑποδημάτων, [[κυρίως]] τῶν ἱππέων [[ὅπως]] δι’ αὐτῶν κεντῶσι τοὺς ἵππους, Λέοντ. Τακτ. 6, 4,
|lstext='''πτερνιστήρ''': ῆρος, ὁ, τὸ [[σιδήριον]] τὸ προσαρμοζόμενον εἰς τὴν πτέρναν τῶν ὑποδημάτων, [[κυρίως]] τῶν ἱππέων [[ὅπως]] δι’ αὐτῶν κεντῶσι τοὺς ἵππους, Λέοντ. Τακτ. 6, 4,
}}
}}

Revision as of 21:23, 11 November 2022

Greek Monolingual

ο / πτερνιστήρ, -ῆρος, ΝΜ, και πτερνιστήρα και φτερνιστήρα, ἡ, Μ
μεταλλικό αντικείμενο που προσαρμόζεται στη φτέρνα τών υποδημάτων τών ιππέων και το οποίο έχει αιχμή ή τροχίσκο στο εξωτερικό του άκρο, με τα οποία κεντά ο αναβάτης το υποζύγιο για να τρέξει, κν. σπιρούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερνίζω + επίθημα -τηρ(ας), πρβλ. σωφρονισ-τήρ].

Greek (Liddell-Scott)

πτερνιστήρ: ῆρος, ὁ, τὸ σιδήριον τὸ προσαρμοζόμενον εἰς τὴν πτέρναν τῶν ὑποδημάτων, κυρίως τῶν ἱππέων ὅπως δι’ αὐτῶν κεντῶσι τοὺς ἵππους, Λέοντ. Τακτ. 6, 4,