λωγάς: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(23)
 
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λωγάς
|Medium diacritics=λωγάς
|Low diacritics=λωγάς
|Capitals=ΛΩΓΑΣ
|Transliteration A=lōgás
|Transliteration B=lōgas
|Transliteration C=logas
|Beta Code=lwga/s
|Definition=[[πόρνη]], Hsch.; cf. [[λωγάλιοι]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λωγάς]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πόρνη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[λωγάνιον]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ας</i>, -[[άδος]], ενώ για την παρόμοια σημασιολογική [[εξέλιξη]], από «[[δέρμα]]» με σημ. «[[πόρνη]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[κασαλβάς]], [[κασαυράς]], [[κασωρίς]], λατ. <i>scortum</i>. Επίσης συνδέεται με τον τ. [[λωγάλιοι]].
|mltxt=[[λωγάς]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πόρνη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[λωγάνιον]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ας</i>, -[[άδος]], ενώ για την παρόμοια σημασιολογική [[εξέλιξη]], από «[[δέρμα]]» με σημ. «[[πόρνη]]», [[πρβλ]]. [[κασαλβάς]], [[κασαυράς]], [[κασωρίς]], λατ. <i>scortum</i>. Επίσης συνδέεται με τον τ. [[λωγάλιοι]].
}}
{{pape
|ptext=άδος, ἡ, wie [[λαικάς]], <i>geiles Weib, Hure</i>, Hesych. Vgl. [[λωγάνιοι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:32, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωγάς Medium diacritics: λωγάς Low diacritics: λωγάς Capitals: ΛΩΓΑΣ
Transliteration A: lōgás Transliteration B: lōgas Transliteration C: logas Beta Code: lwga/s

English (LSJ)

πόρνη, Hsch.; cf. λωγάλιοι.

Greek Monolingual

λωγάς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πόρνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λωγάνιον και εμφανίζει επίθημα -ας, -άδος, ενώ για την παρόμοια σημασιολογική εξέλιξη, από «δέρμα» με σημ. «πόρνη», πρβλ. κασαλβάς, κασαυράς, κασωρίς, λατ. scortum. Επίσης συνδέεται με τον τ. λωγάλιοι.

German (Pape)

άδος, ἡ, wie λαικάς, geiles Weib, Hure, Hesych. Vgl. λωγάνιοι.