τυΐδε: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(6) |
m (pape replacement) |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext=''' | |lsmtext='''τυΐδε:''' [ῐ] ή [[τυῖδε]],<br /><b class="num">1.</b> Δωρ. αντί [[τῇδε]], εδώ, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> αντί [[δεῦρο]], με ρήματα κίνησης, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=dor. und äol. statt [[τῇδε]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
τυΐδε: [ῐ] ἢ τυῖδε, Δωρ. ἀντὶ τοῦ τῇδε, ἐνταῦθα, Θεόκρ. 5. 30, ἐκ διορθώσεως τοῦ Valck. 2) ἀντὶ δεῦρο, μετὰ ῥημάτων κινήσεως, τυῖδ’ ἐλθέ, ἐλθὲ δεῦρο, «ἔλα ἐδῶ», Σαπφὼ 1. 5, πρβλ. Θεόκρ. 28. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 4727. ― τυῖ κατὰ τὸν Ἡσύχ. εἶναι Κρητικὸν = ὧδε, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 298.
Greek Monolingual
και τυῑδε Α
(αιολ. και δωρ. τ. αντί τῇδε)
1. εδώ, από εδώ
2. (με ρ. κίνησης) προς τα εδώ («τυῑδ' ἐλθέ», Σαπφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυΐ + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. ἐνθά-δε)].
Greek Monotonic
τυΐδε: [ῐ] ή τυῖδε,
1. Δωρ. αντί τῇδε, εδώ, σε Θεόκρ.
2. αντί δεῦρο, με ρήματα κίνησης, στον ίδ.
German (Pape)
dor. und äol. statt τῇδε.