νηκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
(27)
m (pape replacement)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηκτήρ]], ὁ (Α) [[νήκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νηκ</i>- του [[νήχω]] «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δεκ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=[[νηκτήρ]], ὁ (Α) [[νήκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νηκ</i>- του [[νήχω]] «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δεκ</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
{{pape
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>der [[Schwimmer]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:33, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

νηκτήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., μεταγεν.

Greek Monolingual

νηκτήρ, ὁ (Α) νήκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηκ- του νήχω «κολυμπώ» + επίθημα -τήρ (πρβλ. δεκ-τήρ)].

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Schwimmer, Sp.