κοῦρμι: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοῦρμι, τὸ (Α)<br />[[είδος]] ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κόρμα]]].
|mltxt=κοῦρμι, τὸ (Α)<br />[[είδος]] ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κόρμα]]].
}}
{{pape
|ptext=τό, auch [[κόρμα]], <i>ein von [[Gerste]] bereiteter [[Trank]], eine Art Bier</i>, auch mit [[Honig]] [[vermischt]], bei den Ägyptiern; auch aus [[Weizen]] [[bereitet]], in [[Spanien]] und in [[Britannien]], Diosc.; vgl. Plin. <i>H.N</i>. 22.25.
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοῦρμι Medium diacritics: κοῦρμι Low diacritics: κούρμι Capitals: ΚΟΥΡΜΙ
Transliteration A: koûrmi Transliteration B: kourmi Transliteration C: koyrmi Beta Code: kou=rmi

English (LSJ)

τό, kind of beer made from barley, Dsc.2.88; cf. κόρμα.

Greek (Liddell-Scott)

κοῦρμι: τό, εἶδος ζύθου, ποτόν τι τῶν Αἰγυπτίων, «σκευαζόμενον ἐκ τῆς κριθῆς... σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ πυρῶν τοιαῦτα πόματα, ὡς ἐν τῇ ἑσπέρᾳ Ἰβηρίᾳ καὶ Βρεττανίᾳ» Διοσκ. 2. 110, Πλίν.· ὡσαύτως κόρμα, Ἀθήν. 152C· ― πρβλ. ζῦθος.

Greek Monolingual

κοῦρμι, τὸ (Α)
είδος ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κόρμα].

German (Pape)

τό, auch κόρμα, ein von Gerste bereiteter Trank, eine Art Bier, auch mit Honig vermischt, bei den Ägyptiern; auch aus Weizen bereitet, in Spanien und in Britannien, Diosc.; vgl. Plin. H.N. 22.25.