λοιπάς: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοιπάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑM)<br />[[έλλειμμα]] οφειλής [[μετά]] την [[πληρωμή]] του μεγαλύτερου ποσού, [[υπόλοιπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοιπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοιπάδιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λοιπαδάριον]], [[λοιπάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λοιπογραφώ]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[υπολοιπάς]]].
|mltxt=[[λοιπάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑM)<br />[[έλλειμμα]] οφειλής [[μετά]] την [[πληρωμή]] του μεγαλύτερου ποσού, [[υπόλοιπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοιπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοιπάδιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λοιπαδάριον]], [[λοιπάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λοιπογραφώ]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[υπολοιπάς]]].
}}
{{pape
|ptext=άδος, ἡ, <i>Rest, [[Rückstand]], [[Schuld]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιπάς Medium diacritics: λοιπάς Low diacritics: λοιπάς Capitals: ΛΟΙΠΑΣ
Transliteration A: loipás Transliteration B: loipas Transliteration C: loipas Beta Code: loipa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, remainder, PTeb.112.50 (ii B. C., λοπ- Pap.), PAmh.2.152.3 (v/vi A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

λοιπάς: -άδος, ἡ, τὸ ὑπόλοιπον, καθυστέρημα, ἔλλειμμα ὀφειλῆς, Λατ. reliqua, Ἐκκλ. Βυζ.

Greek Monolingual

λοιπάς, -άδος, ἡ (ΑM)
έλλειμμα οφειλής μετά την πληρωμή του μεγαλύτερου ποσού, υπόλοιπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιπός.
ΠΑΡ. αρχ. λοιπάδιος
αρχ.-μσν.
λοιπαδάριον, λοιπάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λοιπογραφώ. (Β' συνθετικό) αρχ. υπολοιπάς].

German (Pape)

άδος, ἡ, Rest, Rückstand, Schuld, Sp.