νηοσόος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νηοσόος]] και ποιητ. τ. νηοσσόος, -ον (Α)<br />αυτός που προστατεύει, που σώζει τα πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[σόος]], (<span style="color: red;"><</span> [[σόος]], ιων. τ. του επιθέτου [[σώος]] «[[σωτήριος]], [[υγιής]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μελισσο</i>-[[σόος]], <i>οικο</i>-[[σόος]]. | |mltxt=[[νηοσόος]] και ποιητ. τ. νηοσσόος, -ον (Α)<br />αυτός που προστατεύει, που σώζει τα πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[σόος]], (<span style="color: red;"><</span> [[σόος]], ιων. τ. του επιθέτου [[σώος]] «[[σωτήριος]], [[υγιής]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μελισσο</i>-[[σόος]], <i>οικο</i>-[[σόος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=und poet. [[νηοσσόος]], <i>[[Schiffe]] [[rettend]], [[schützend]]</i>, Ap.Rh. 1.570, 2.927; Nonn. <i>D</i>. 33.136. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:37, 24 November 2022
English (LSJ)
poet. νηοσσόος, ον, protecting ships, Ἄρτεμις, Ἀπόλλων, A.R.1.570, 2.927.
Greek (Liddell-Scott)
νηοσόος: ποιητικ. νηοσσόος, ον, ὁ προστατεύων, σῴζων τὰ πλοῖα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 570, κτλ.
Greek Monolingual
νηοσόος και ποιητ. τ. νηοσσόος, -ον (Α)
αυτός που προστατεύει, που σώζει τα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -σόος, (< σόος, ιων. τ. του επιθέτου σώος «σωτήριος, υγιής»), πρβλ. μελισσο-σόος, οικο-σόος.
German (Pape)
und poet. νηοσσόος, Schiffe rettend, schützend, Ap.Rh. 1.570, 2.927; Nonn. D. 33.136.