κραδίας: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραδίας]], -ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) [[κράδη]]<br /><b>1.</b> (για [[τυρί]]) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>μουσ.</b> «κραδίης [[νόμος]]» — [[αυλητικός]] [[νόμος]] ο [[οποίος]] εκτελούνταν [[κατά]] τη [[μαστίγωση]] τών [[φαρμακών]], [[δηλαδή]] τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας πόλης.
|mltxt=[[κραδίας]], -ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) [[κράδη]]<br /><b>1.</b> (για [[τυρί]]) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>μουσ.</b> «κραδίης [[νόμος]]» — [[αυλητικός]] [[νόμος]] ο [[οποίος]] εκτελούνταν [[κατά]] τη [[μαστίγωση]] τών [[φαρμακών]], [[δηλαδή]] τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας πόλης.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, von [[κράδη]],<br><b class="num">a</b> [[τυρός]], <i>mit Feigenfast bereiteter Käse</i>, Hesych.<br><b class="num">b</b> [[νόμος]], <i>eine alte Flötenweise, die man an dem Thargelienfeste [[denen]] spielte, die als [[Reinigungsopfer]] weggeführt und [[dabei]] mit [[Ruten]] aus Feigenzweigen [[gepeitscht]] wurden</i>, Hesych.; vgl. Plut. <i>music</i>. 8.
}}
}}

Revision as of 16:38, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδίας Medium diacritics: κραδίας Low diacritics: κραδίας Capitals: ΚΡΑΔΙΑΣ
Transliteration A: kradías Transliteration B: kradias Transliteration C: kradias Beta Code: kradi/as

English (LSJ)

Ion. κραδ-ίης, ου, ὁ, (κράδη) A curdled with fig-juice, τυρός Hsch. II κ. νόμος air played on the flute while the φαρμακοί were whipped with fig-branches, Id.; ascribed to Mimnermus by Hippon.96.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰδίᾱς: ου adj. m фиговый: κ. νόμος Plut. фиговый напев (исполнявшийся на свирели во время праздника τὰ Θαργήλια).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδίας: Ἰων. -ίης, ου, ὁ, (κράδη) ὁ πηγνύμενος δι’ ὀποῦ τῆς κράδης, συκῆς, τυρὸς Ἡσύχ. ΙΙ. κρ. νόμος, ἀρχαῖον τι μέλος αὐλητικὸν παιζόμενον (καθ’ ἅ λέγει ὁ Ἡσύχ.), ἐνῷ οἱ ἐκπεμπόμενοι φαρμακοὶ ἐμαστιγοῦντο διὰ κλάδων συκῆς, Πλούτ. 2. 1133F· ἀλλ’ ἴδε Francke Καλλῖνον σ. 129.

Greek Monolingual

κραδίας, -ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) κράδη
1. (για τυρί) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς
2. φρ. μουσ. «κραδίης νόμος» — αυλητικός νόμος ο οποίος εκτελούνταν κατά τη μαστίγωση τών φαρμακών, δηλαδή τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας πόλης.

German (Pape)

ὁ, von κράδη,
a τυρός, mit Feigenfast bereiteter Käse, Hesych.
b νόμος, eine alte Flötenweise, die man an dem Thargelienfeste denen spielte, die als Reinigungsopfer weggeführt und dabei mit Ruten aus Feigenzweigen gepeitscht wurden, Hesych.; vgl. Plut. music. 8.