λίστρος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
 
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λίστρος]], ὁ (Α)<br />το [[λίστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λίστρον]] (<i>το</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=[[λίστρος]], ὁ (Α)<br />το [[λίστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λίστρον]] (<i>το</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = τό [[λίστρον]].
}}
}}

Latest revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίστρος Medium diacritics: λίστρος Low diacritics: λίστρος Capitals: ΛΙΣΤΡΟΣ
Transliteration A: lístros Transliteration B: listros Transliteration C: listros Beta Code: li/stros

English (LSJ)

ὁ, v. λίστρον.

Greek Monolingual

λίστρος, ὁ (Α)
το λίστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λίστρον (το), με αλλαγή γένους].

German (Pape)

ὁ, = τό λίστρον.