σιττάκη: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_10)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιττάκη''': ἡ, κατὰ μαλακωτέραν προφορὰν ἀντὶ [[ψιττακός]], Φιλοστοργ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 11. Ἴσως τὸ σίττας, ὁ, μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., [[εἶναι]] τὸ αὐτό.
|lstext='''σιττάκη''': ἡ, κατὰ μαλακωτέραν προφορὰν ἀντὶ [[ψιττακός]], Φιλοστοργ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 11. Ἴσως τὸ σίττας, ὁ, μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., [[εἶναι]] τὸ αὐτό.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ψιττάκη]].
}}
{{pape
|ptext== [[σίττακος]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

σιττάκη: ἡ, κατὰ μαλακωτέραν προφορὰν ἀντὶ ψιττακός, Φιλοστοργ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 11. Ἴσως τὸ σίττας, ὁ, μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., εἶναι τὸ αὐτό.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. ψιττάκη.

German (Pape)

σίττακος, Sp.