Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νυμφαία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[νυμφαία]])<br />[[γένος]] υδρόβιων διακοσμητικών [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] νυμφαιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> ""η <i>Νυμφαία</i><br />η Αριάδνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επίθ. [[νυμφαῖος]].
|mltxt=η (Α [[νυμφαία]])<br />[[γένος]] υδρόβιων διακοσμητικών [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] νυμφαιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> ""η <i>Νυμφαία</i><br />η Αριάδνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επίθ. [[νυμφαῖος]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die bekannte [[Wasserpflanze]] [[nymphaea]]</i>, Theophr., Diosc.
}}
}}

Revision as of 16:41, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφαία Medium diacritics: νυμφαία Low diacritics: νυμφαία Capitals: ΝΥΜΦΑΙΑ
Transliteration A: nymphaía Transliteration B: nymphaia Transliteration C: nymfaia Beta Code: numfai/a

English (LSJ)

ἡ, A = μαδωνάϊς, yellow water-lily, Nuphar luteum, Thphr. HP9.13.1, Dsc.3.132. 2 white water-lily, Nymphaea alba, ibid. II pr. n., a name of Ariadne, BMus.Cat.Vasesiii p.234.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφαία: ἡ, φυτόν τι ἔνυδρον, nymphaea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, ὄνομα τῆς Ἀριάδνης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 7449.

Greek Monolingual

η (Α νυμφαία)
γένος υδρόβιων διακοσμητικών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια νυμφαιίδες
αρχ.
ως κύριο όν. ""η Νυμφαία
η Αριάδνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επίθ. νυμφαῖος.

German (Pape)

ἡ, die bekannte Wasserpflanze nymphaea, Theophr., Diosc.