ὀνυχίτης: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνῠχίτης''': -ου, ὁ, ([[ὄνυξ]] ΙΙΙ. 4) ὁ ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ ὄνυχος, ὀν. [[λίθος]] Διοσκ. 5. 84· [[ὡσαύτως]] θηλ., ὀνυχῖτις [[λίθος]] Ἀππ. Μιθρ. 115, Πλίν.
|lstext='''ὀνῠχίτης''': -ου, ὁ, ([[ὄνυξ]] ΙΙΙ. 4) ὁ ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ ὄνυχος, ὀν. [[λίθος]] Διοσκ. 5. 84· [[ὡσαύτως]] θηλ., ὀνυχῖτις [[λίθος]] Ἀππ. Μιθρ. 115, Πλίν.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>dem Onyx [[ähnlich]]</i>, Diosc. und Sp.
}}
}}

Revision as of 16:42, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνῠχίτης Medium diacritics: ὀνυχίτης Low diacritics: ονυχίτης Capitals: ΟΝΥΧΙΤΗΣ
Transliteration A: onychítēs Transliteration B: onychitēs Transliteration C: onychitis Beta Code: o)nuxi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ὄνυξ 111.4) of the onyx kind, ὀ. λίθος Dsc.5.74 :—also fem. ὀνῠχ-ῖτις λίθος, App.Mith. 115, cf. Plin. HN34.103.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνῠχίτης: -ου, ὁ, (ὄνυξ ΙΙΙ. 4) ὁ ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ ὄνυχος, ὀν. λίθος Διοσκ. 5. 84· ὡσαύτως θηλ., ὀνυχῖτις λίθος Ἀππ. Μιθρ. 115, Πλίν.

German (Pape)

ὁ, dem Onyx ähnlich, Diosc. und Sp.