προκυμία: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[προκυμαία]].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[προκυμαία]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ἡ, = [[προκυμαία]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκῡμία Medium diacritics: προκυμία Low diacritics: προκυμία Capitals: ΠΡΟΚΥΜΙΑ
Transliteration A: prokymía Transliteration B: prokymia Transliteration C: prokymia Beta Code: prokumi/a

English (LSJ)

ἡ, (κῦμα) breakwater, J.BJ1.21.6; prob. for προκυμάτια (sic) in Id.AJ15.9.6.

Greek (Liddell-Scott)

προκυμία: (διάφ. γραφ. προκυμαία), ἡ, (κῦμα) προτείχισμα πρὸς ἀνακοπὴν τῶν κυμάτων, «μῶλος», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 6· οὕτως ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 7, διορθωτέον προκυμία ἀντὶ προκυματία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. προκυμαία.

German (Pape)

[ῡ], ἡ, = προκυμαία.