βομβικός: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ2 replacement) |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βομβικός]], -ή, -όν (Α) [[βόμβος]]<br />αυτός που κάνει [[βόμβο]]. | |mltxt=[[βομβικός]], -ή, -όν (Α) [[βόμβος]]<br />αυτός που κάνει [[βόμβο]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[βομβήεις]], Schol. Pind. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:46, 24 November 2022
English (LSJ)
v. sub βομβητικός.
Greek Monolingual
βομβικός, -ή, -όν (Α) βόμβος
αυτός που κάνει βόμβο.
German (Pape)
= βομβήεις, Schol. Pind.