καταρροή: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταρροή -ῆς, ἡ [καταρρέω] geneesk. uitscheiding.
|elnltext=καταρροή -ῆς, ἡ [καταρρέω] geneesk. uitscheiding.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[καταρροή]]) [[καταρρέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[φλεγμονή]] του βλεννογόνου της [[μύτης]], [[συνάχι]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[προς]] τα [[κάτω]] ροή.
|mltxt=η (Α [[καταρροή]]) [[καταρρέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[φλεγμονή]] του βλεννογόνου της [[μύτης]], [[συνάχι]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[προς]] τα [[κάτω]] ροή.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das [[Herabfließen]]</i>, Aesop. 342.
}}
}}

Revision as of 16:48, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρροή Medium diacritics: καταρροή Low diacritics: καταρροή Capitals: ΚΑΤΑΡΡΟΗ
Transliteration A: katarroḗ Transliteration B: katarroē Transliteration C: katarroi Beta Code: katarroh/

English (LSJ)

ἡ, flowing down, defluxion, Aesop.145 Chambry.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
cours d'un fleuve.
Étymologie: καταρρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταρροή -ῆς, ἡ [καταρρέω] geneesk. uitscheiding.

Russian (Dvoretsky)

καταρροή:
1) истечение, стекание Arst.;
2) течение, поток Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

καταρροή: ἡ πρὸς τὰ κάτω ῥοή, ῥεῦσις, κατ. ποταμοῦ ὀξυτάτη Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 4, Αἰσώπ. Μῦθ. 342.

Greek Monolingual

η (Α καταρροή) καταρρέω
νεοελλ.
η φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης, συνάχι
αρχ.
η προς τα κάτω ροή.

German (Pape)

ἡ, das Herabfließen, Aesop. 342.