λυχνοῦχος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[lamp stand]] | |woodrun=[[lamp stand]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[Leuchter]]- oder Lampenhalter</i>, nach <i>B.A. eine [[Laterne]]</i>, von [[λαμπτήρ]] und [[φανός]] [[unterschieden]] und erkl. als σκεῦός τι ἐν κύκλῳ [[ἔχον]] κέρατα, [[ἔνδον]] δὲ [[λύχνον]] ἡμμένον, διὰ τῶν κεράτων τὸ [[φῶς]] πέμποντα, also mit hörnerner [[Umgebung]], statt des [[jetzt]] üblichen Glases; vgl. Ath. XV.699f. wo [[Beispiele]] aus den Com. [[beigebracht]] sind, und Lobeck <i>zu Phryn</i>. p. 60. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:49, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, (ἔχω) lampstand, καὶ τὸν λ. ἔκφερ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον Pherecr.40; διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ὥσπερ ἐν καινῷ λ. Ar.Fr.8; ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Alex.102, cf. Lys.Fr.83.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
flambeau ou lanterne.
Étymologie: λύχνος, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
λυχνοῦχος: ὁ подставка для светильника Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνοῦχος: ὁ, (ἔχω) λυχνοστάτης ἐφ’ οὗ ὁ λύχνος ἐτοποθετεῖτο, καὶ τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ’ ἐνθεὶς τὸν λύχνον Φερεκ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 5· διαστίλβονθ’ ὁρῶμεν ὥσπερ ἐν καινῷ λυχνούχῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 114· ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Ἄλεξ. ἐν «Κηρυττομένῳ» 1, πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 51, Bgk. ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ 1060, Λοβ. Φρύν. 60.
Greek Monolingual
λυχνοῦχος, ὁ (Α)
ο λυχνοστάτης («ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον», Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -οῦχος (< ἔχω)].
English (Woodhouse)
German (Pape)
Leuchter- oder Lampenhalter, nach B.A. eine Laterne, von λαμπτήρ und φανός unterschieden und erkl. als σκεῦός τι ἐν κύκλῳ ἔχον κέρατα, ἔνδον δὲ λύχνον ἡμμένον, διὰ τῶν κεράτων τὸ φῶς πέμποντα, also mit hörnerner Umgebung, statt des jetzt üblichen Glases; vgl. Ath. XV.699f. wo Beispiele aus den Com. beigebracht sind, und Lobeck zu Phryn. p. 60.