γενειάτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[γενειάω]]<br />[[bearded]], Theocr. | |mdlsjtxt=[from [[γενειάω]]<br />[[bearded]], Theocr. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ], ὁ, ion. [[γενειήτης]] (auch Theocr. 17.33), <i>[[bärtig]]</i>, Luc. <i>Bis acc</i>. 28; τράγοι Antip.Sid. 61 (XI.158). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 24 November 2022
English (LSJ)
[ᾱ], Ep. and Ion. γενει-ήτης, ου, ὁ, bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. γενει-ᾶτις, τρίγλα Sophr.31; Ion. γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12.
Greek (Liddell-Scott)
γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, Θεόκρ. 17. 33· Ἰων.–ειήτης Καλλ. εἰς Ἄρ. 90· - θηλ.-ειᾶτις, ιδος, ἢ -εᾶτις Σώφρων· παρ΄ Ἀθην. 324F.
Greek Monolingual
γενειάτης και γενειήτης, ο (Α) γένειον
αυτός που έχει γένεια, ο γενειοφόρος.
Greek Monotonic
γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, ion. γενειήτης (auch Theocr. 17.33), bärtig, Luc. Bis acc. 28; τράγοι Antip.Sid. 61 (XI.158).