κουρεακός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κουρεακός]], -ή, -όν (Α) [[κουρεύς]]<br />όμοιος με κουρέα, [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]] σαν [[κουρέας]] («οὐ γὰρ ἱστορίας [[ἀλλά]] κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῦσι τάξιν ἔχειν», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[κουρεακός]], -ή, -όν (Α) [[κουρεύς]]<br />όμοιος με κουρέα, [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]] σαν [[κουρέας]] («οὐ γὰρ ἱστορίας [[ἀλλά]] κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῦσι τάξιν ἔχειν», <b>Πολ.</b>).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[bartscherermäßig]], [[geschwätzig]] wie ein [[Barbier]]</i>, [[λαλιά]] Pol. 3.20.5.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεακός Medium diacritics: κουρεακός Low diacritics: κουρεακός Capitals: ΚΟΥΡΕΑΚΟΣ
Transliteration A: koureakós Transliteration B: koureakos Transliteration C: koureakos Beta Code: koureako/s

English (LSJ)

ή, όν, gossiping (cf. sq.), κ. καὶ πάνδημος λαλιά Plb. 3.20.5.

Russian (Dvoretsky)

κουρεᾰκός: свойственный цирюльникам (λαλιά Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κουρεακός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς κουρέα, φλύαρος ὡς κουρεύς, Πολύβ. 3. 20, 5.

Greek Monolingual

κουρεακός, -ή, -όν (Α) κουρεύς
όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῦσι τάξιν ἔχειν», Πολ.).

German (Pape)

bartscherermäßig, geschwätzig wie ein Barbier, λαλιά Pol. 3.20.5.