οἰκοσιτία: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκοσιτία]], ἡ (Α) [[οικόσιτος]]<br />το να τρώγει [[κάποιος]] στο [[σπίτι]] ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα.
|mltxt=[[οἰκοσιτία]], ἡ (Α) [[οικόσιτος]]<br />το να τρώγει [[κάποιος]] στο [[σπίτι]] ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα.
}}
{{pape
|ptext=[σῑ], ἡ, <i>das zu Hause [[Essen]], auf eigene [[Kosten]] [[Leben]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοσῑτία Medium diacritics: οἰκοσιτία Low diacritics: οικοσιτία Capitals: ΟΙΚΟΣΙΤΙΑ
Transliteration A: oikositía Transliteration B: oikositia Transliteration C: oikositia Beta Code: oi)kositi/a

English (LSJ)

ἡ, living at one's own expense, Poll.6.36.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοσῑτία: ἡ, τὸ σιτεῖσθαι, τρέφεσθαι ἐν τῷ οἴκῳ ἢ ἐκ τῶν ἰδίων, Πολυδ. Ϛ΄, 36.

Greek Monolingual

οἰκοσιτία, ἡ (Α) οικόσιτος
το να τρώγει κάποιος στο σπίτι ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα.

German (Pape)

[σῑ], ἡ, das zu Hause Essen, auf eigene Kosten Leben, Sp.