οἰνομανής: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[οἰνομανής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά το [[κρασί]], [[κρασοπατέρας]], [[μπεκρής]], [[μέθυσος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] μανιασμένος [[μετά]] το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]])].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[οἰνομανής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά το [[κρασί]], [[κρασοπατέρας]], [[μπεκρής]], [[μέθυσος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] μανιασμένος [[μετά]] το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]])].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>von rasender [[Liebe]] zum Wein, [[weintoll]]</i>, Ath. XI.464e.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνομᾰνής Medium diacritics: οἰνομανής Low diacritics: οινομανής Capitals: ΟΙΝΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: oinomanḗs Transliteration B: oinomanēs Transliteration C: oinomanis Beta Code: oi)nomanh/s

English (LSJ)

ές, mad for or after wine, Ath.11.464e.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν οἶνον, Ἀθήν. 464Ε.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ οἰνομανής, -ές)
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά το κρασί, κρασοπατέρας, μπεκρής, μέθυσος
2. αυτός που είναι μανιασμένος μετά το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -μανής (< μαίνομαι)].

German (Pape)

ές, von rasender Liebe zum Wein, weintoll, Ath. XI.464e.