κυνόσουρα: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κῠνόσ-ουρα, ἡ,<br />dog's-[[tail]], the Cynosure, a [[name]] for the [[constellation]] [[Ursa]] [[Minor]], Arat. | |mdlsjtxt=κῠνόσ-ουρα, ἡ,<br />dog's-[[tail]], the Cynosure, a [[name]] for the [[constellation]] [[Ursa]] [[Minor]], Arat. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ᾠά, τά, <i>[[Windeier]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 6.2. Vgl. οὔρινος. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, dog's-tail, a name for the constellation Ursa Minor, Arat.36, Aglaosth. ap. Eratosth.Cat.2.
Russian (Dvoretsky)
κῠνόσουρα: ᾠά τά неплодные яйца, болтуны Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόσουρα: ἡ, ἡ οὐρὰ τοῦ κυνός, ὄνομα τοῦ ἀστερισμοῦ τῆς μικρᾶς ἄρκτου, Ἄρατ. 36, Ἐρατοσθ. Καταστ. 2. 2) «φυλὴ Λακωνικὴ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κυνόσουρα, ἡ (Α)
ονομασία του αστερισμού της Μικρής Άρκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνός (γεν. εν. του κύων) + οὐρά].
Greek Monotonic
κῠνόσουρα: ἡ, ουρά σκύλου, όνομα του αστερισμού της μικρής Άρκτου, σε Άρατ.
Middle Liddell
κῠνόσ-ουρα, ἡ,
dog's-tail, the Cynosure, a name for the constellation Ursa Minor, Arat.
German (Pape)
ᾠά, τά, Windeier, Arist. H.A. 6.2. Vgl. οὔρινος.