ἀξιότιμος: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(big3_5)
 
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἀξιότιμος
|Medium diacritics=ἀξιότιμος
|Low diacritics=αξιότιμος
|Capitals=ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ
|Transliteration A=axiótimos
|Transliteration B=axiotimos
|Transliteration C=aksiotimos
|Beta Code=a)cio/timos
|Definition=v. sub [[ἀξιοτίμητος]].
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[valioso]] προσήκει δὲ τὸ φυλάττον τοῦ κτηθέντος ἀξιοτιμότερον εἶναι X.<i>Ep</i>.2, cf. Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.5, App.<i>BC</i> 3.19.
|dgtxt=-ον<br />[[valioso]] προσήκει δὲ τὸ φυλάττον τοῦ κτηθέντος ἀξιοτιμότερον εἶναι X.<i>Ep</i>.2, cf. Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.5, App.<i>BC</i> 3.19.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α ἀξιότιμος, -ον)<br />[[εκείνος]] που του [[πρέπει]] [[τιμή]], ο [[οποίος]] έχει [[υπόληψη]] ([[προσφώνηση]]: «Αξιότιμε κύριε...»).
}}
{{pape
|ptext=[τῑ], ([[τιμή]]), <i>[[ehrenwert]], [[schätzbar]]</i>, App.
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιότιμος Medium diacritics: ἀξιότιμος Low diacritics: αξιότιμος Capitals: ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: axiótimos Transliteration B: axiotimos Transliteration C: aksiotimos Beta Code: a)cio/timos

English (LSJ)

v. sub ἀξιοτίμητος.

Spanish (DGE)

-ον
valioso προσήκει δὲ τὸ φυλάττον τοῦ κτηθέντος ἀξιοτιμότερον εἶναι X.Ep.2, cf. Nic.Dam.Vit.Caes.5, App.BC 3.19.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιότιμος, -ον)
εκείνος που του πρέπει τιμή, ο οποίος έχει υπόληψη (προσφώνηση: «Αξιότιμε κύριε...»).

German (Pape)

[τῑ], (τιμή), ehrenwert, schätzbar, App.