τρωγλίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ<br />[[είδος]] χελιδονιού που κάνει τη [[φωλιά]] του σε οπές, ο [[τρωγλοδύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρώγλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ<br />[[είδος]] χελιδονιού που κάνει τη [[φωλιά]] του σε οπές, ο [[τρωγλοδύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρώγλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>die in Sandlöchern wohnende [[Uferschwalbe]]</i>.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγλίτης Medium diacritics: τρωγλίτης Low diacritics: τρωγλίτης Capitals: ΤΡΩΓΛΙΤΗΣ
Transliteration A: trōglítēs Transliteration B: trōglitēs Transliteration C: troglitis Beta Code: trwgli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, a bird, prob. = τρωγλοδύτης ΙΙ, Hdn.Epim. 136, Eust.228.36.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, εἶδος χελιδόνος κατοικούσης ἐν ὀπαῖς, «πετροχελίδονον», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 281. 5., 297, Εὐστ. 228. 35.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ
είδος χελιδονιού που κάνει τη φωλιά του σε οπές, ο τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].

German (Pape)

ὁ, die in Sandlöchern wohnende Uferschwalbe.