λεξίθηρος: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεξίθηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποδίδει εξαιρετική [[σπουδαιότητα]] στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του [[λεξιθήρας]], με [[επίδραση]] τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -<i>θηρος</i> ([[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>θηρος</i>, <i>φιλό</i>-<i>θηρος</i>)].
|mltxt=[[λεξίθηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποδίδει εξαιρετική [[σπουδαιότητα]] στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του [[λεξιθήρας]], με [[επίδραση]] τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -<i>θηρος</i> ([[πρβλ]]. [[πολύθηρος]], [[φιλόθηρος]])].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>ein [[Wortjäger]]</i>, s. [[λεξιθήρας]].
}}
}}

Latest revision as of 16:53, 24 November 2022

Greek Monolingual

λεξίθηρος, -ον (Α)
αυτός που αποδίδει εξαιρετική σπουδαιότητα στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του λεξιθήρας, με επίδραση τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -θηρος (πρβλ. πολύθηρος, φιλόθηρος)].

German (Pape)

ὁ, ein Wortjäger, s. λεξιθήρας.