μακρυσμός: Difference between revisions
From LSJ
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μακρυσμός]], ὁ (ΑM) [[μακρύνω]]<br />[[απομάκρυνση]]. | |mltxt=[[μακρυσμός]], ὁ (ΑM) [[μακρύνω]]<br />[[απομάκρυνση]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>weite [[Entfernung]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, long interval, Aq.Ps.55(56).1, 119 (120).5.
Russian (Dvoretsky)
μακρυσμός: ὁ удаленность, отдаленность (ἀπό τινος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μακρυσμός: ὁ, ἀπομακρυσμός, μακρυσμὸς ἀπὸ ὕδατος γλυκεροῦ Ἀριστ π. Φυτ. 2. 2, 19.
Greek Monolingual
μακρυσμός, ὁ (ΑM) μακρύνω
απομάκρυνση.
German (Pape)
ὁ, weite Entfernung, Sp.