διάκαμψις: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διάκαμψις]], η (Α) [[διακάμπτω]]<br />[[κάμψη]] του σώματος [[κατά]] την [[εκτέλεση]] γυμναστικών ασκήσεων.
|mltxt=[[διάκαμψις]], η (Α) [[διακάμπτω]]<br />[[κάμψη]] του σώματος [[κατά]] την [[εκτέλεση]] γυμναστικών ασκήσεων.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Krümmung]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκαμψις Medium diacritics: διάκαμψις Low diacritics: διάκαμψις Capitals: ΔΙΑΚΑΜΨΙΣ
Transliteration A: diákampsis Transliteration B: diakampsis Transliteration C: diakampsis Beta Code: dia/kamyis

English (LSJ)

εως, ἡ, bending, of the body, in exercise, Archig. ap. Aët.12.1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
flexión del cuerpo en ejercicio, Archig. en Aët.12.1 (p.21)
inflexión Gr.Naz.M.36.433B.

Greek (Liddell-Scott)

διάκαμψις: -εως, ἡ, λύγισμα, στροφή, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

διάκαμψις, η (Α) διακάμπτω
κάμψη του σώματος κατά την εκτέλεση γυμναστικών ασκήσεων.

German (Pape)

ἡ, Krümmung, Sp.