κουρευτής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[κουρευτής]], -οῦ, Α θηλ. [[κουρεύτρια]]) [[κουρεύς]]<br />αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το [[τρίχωμα]] ζώων.
|mltxt=ο (ΑM [[κουρευτής]], -οῦ, Α θηλ. [[κουρεύτρια]]) [[κουρεύς]]<br />αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το [[τρίχωμα]] ζώων.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, Sp. = [[κουρεύς]].
}}
}}

Revision as of 16:55, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρευτής Medium diacritics: κουρευτής Low diacritics: κουρευτής Capitals: ΚΟΥΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: koureutḗs Transliteration B: koureutēs Transliteration C: koureftis Beta Code: koureuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, barber, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κουρευτής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Χρυσόστ. τ. 8, 787Α.

Greek Monolingual

ο (ΑM κουρευτής, -οῦ, Α θηλ. κουρεύτρια) κουρεύς
αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το τρίχωμα ζώων.

German (Pape)

ὁ, Sp. = κουρεύς.