νυκτοπόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(27) |
m (pape replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο θηλ. και -α (Α [[νυκτοπόρος]] και [[νυκτιπόρος]], -ον)<br />αυτός που πορεύεται τη [[νύχτα]], [[νυχτοπερπατητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νυκτόβιος]], [[ξενύχτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Νυκτιπόρος</i><br />[[ονομασία]] ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>oδoı</i>-[[πόρος]]. Ο τ. [[νυκτιπόρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])]. | |mltxt=-ο θηλ. και -α (Α [[νυκτοπόρος]] και [[νυκτιπόρος]], -ον)<br />αυτός που πορεύεται τη [[νύχτα]], [[νυχτοπερπατητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νυκτόβιος]], [[ξενύχτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Νυκτιπόρος</i><br />[[ονομασία]] ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>oδoı</i>-[[πόρος]]. Ο τ. [[νυκτιπόρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[varia lectio|v.l.]] für [[νυκτιπόρος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:59, 24 November 2022
Greek Monolingual
-ο θηλ. και -α (Α νυκτοπόρος και νυκτιπόρος, -ον)
αυτός που πορεύεται τη νύχτα, νυχτοπερπατητής
νεοελλ.
νυκτόβιος, ξενύχτης
αρχ.
ως κύριο όν. Νυκτιπόρος
ονομασία ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. oδoı-πόρος. Ο τ. νυκτιπόρος < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].
German (Pape)
v.l. für νυκτιπόρος.