ἀρρίπιστος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (pape replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arripistos
|Transliteration C=arripistos
|Beta Code=a)rri/pistos
|Beta Code=a)rri/pistos
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ον,</b> <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not cooled]] or [[ventilated]], Gal.10.745.</span>
|Definition=[ῑ], ον, [[not cooled]] or [[ventilated]], Gal.10.745.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no ventilado]] σώματα Gal.10.745.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρρίπιστος''': [ῑ], -ον, μὴ ῥιπισθείς, μὴ ξηρανθείς, Γαλην. τ. 10, σ. 251.
|lstext='''ἀρρίπιστος''': [ῑ], -ον, μὴ ῥιπισθείς, μὴ ξηρανθείς, Γαλην. τ. 10, σ. 251.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no ventilado]] σώματα Gal.10.745.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρρίπιστος]], -ον (Α) [[ριπίζω]]<br />αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί.
|mltxt=[[ἀρρίπιστος]], -ον (Α) [[ριπίζω]]<br />αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί.
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht [[ausgelüftet]]</i>, Galen.
}}
}}

Latest revision as of 16:59, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρίπιστος Medium diacritics: ἀρρίπιστος Low diacritics: αρρίπιστος Capitals: ΑΡΡΙΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: arrípistos Transliteration B: arripistos Transliteration C: arripistos Beta Code: a)rri/pistos

English (LSJ)

[ῑ], ον, not cooled or ventilated, Gal.10.745.

Spanish (DGE)

-ον no ventilado σώματα Gal.10.745.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρίπιστος: [ῑ], -ον, μὴ ῥιπισθείς, μὴ ξηρανθείς, Γαλην. τ. 10, σ. 251.

Greek Monolingual

ἀρρίπιστος, -ον (Α) ριπίζω
αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί.

German (Pape)

nicht ausgelüftet, Galen.