συντέλεσμα: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[συντελῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνεισφορά]]<br /><b>2.</b> [[συμπλήρωση]]<br /><b>3.</b> [[λύση]] προβλήματος.
|mltxt=τὸ, Α [[συντελῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνεισφορά]]<br /><b>2.</b> [[συμπλήρωση]]<br /><b>3.</b> [[λύση]] προβλήματος.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[gemeinschaftliche]] [[Abgabe]]</i>, Sp. – <i>[[Beendigung]], [[Vollbringung]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:59, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντέλεσμα Medium diacritics: συντέλεσμα Low diacritics: συντέλεσμα Capitals: ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΑ
Transliteration A: syntélesma Transliteration B: syntelesma Transliteration C: syntelesma Beta Code: sunte/lesma

English (LSJ)

ατος, τό, A joint contribution, Al.Esdr.4.13, PLips.64.39 (iv A.D.). II completion, Brut.Ep. Praef. III solution of a problem, ἡ τετρακτὺς πρὸς πολλὰ διατείνει φυσικὰ σ. Porph.VP20.

Greek (Liddell-Scott)

συντέλεσμα: τό, κοινὴ συνδρομή, συνεισφορά, Ἔσδρ. Δευτερ. Δ΄,13 (Συμπλ.). ΙΙ. συμπλήρωσις, Βρούτ. Ἐπιστ. ἐν Προοιμ.

Greek Monolingual

τὸ, Α συντελῶ
1. συνεισφορά
2. συμπλήρωση
3. λύση προβλήματος.

German (Pape)

τό, gemeinschaftliche Abgabe, Sp. – Beendigung, Vollbringung, Sp.