λυπητήριος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (pape replacement) |
|||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυπητήριος]], -ία, -ον (Α)<br />αυτός που προξενεί [[λύπη]] («τὸ λυπητήριον πρόσκαιρον, τὸ δὲ ὠφέλιμον διηνεκές», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυπῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[δραστήριος]], [[μοναστήριος]])]. | |mltxt=[[λυπητήριος]], -ία, -ον (Α)<br />αυτός που προξενεί [[λύπη]] («τὸ λυπητήριον πρόσκαιρον, τὸ δὲ ὠφέλιμον διηνεκές», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυπῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[δραστήριος]], [[μοναστήριος]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], = [[λυπητικός]], Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:59, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
λῡπητήριος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 368, 36.
Greek Monolingual
λυπητήριος, -ία, -ον (Α)
αυτός που προξενεί λύπη («τὸ λυπητήριον πρόσκαιρον, τὸ δὲ ὠφέλιμον διηνεκές», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. δραστήριος, μοναστήριος)].
German (Pape)
[ῡ], = λυπητικός, Sp.