περιρρήδην: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με τρόπο ολισθηρό, γλιστερά, σε [[θέση]] ή [[σχήμα]] επικλινές, κατηφορικά, απόκρημνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιρρηδής]] [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>άρ</i>-<i>δην</i>)]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με τρόπο ολισθηρό, γλιστερά, σε [[θέση]] ή [[σχήμα]] επικλινές, κατηφορικά, απόκρημνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιρρηδής]] [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>άρ</i>-<i>δην</i>)]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adv. zu [[περιρρηδής]], Ap.Rh. 4.1581. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
Adv. of sq. 11, sloping, A.R.4.1581.
Greek (Liddell-Scott)
περιρρήδην: Ἐπίρρ. τοῦ ἑπομέν. (σημασ. ΙΙ), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1581.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με τρόπο ολισθηρό, γλιστερά, σε θέση ή σχήμα επικλινές, κατηφορικά, απόκρημνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιρρηδής κατά τα επιρρ. σε -δην (πρβλ. άρ-δην)].
German (Pape)
adv. zu περιρρηδής, Ap.Rh. 4.1581.