ἀκτημοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀκτημοσύνη]]) [[ἀκτήμων]]<br />[[έλλειψη]] κτηματικής περιουσίας, [[ανέχεια]], [[φτώχεια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατάργηση]] της ατομικής ιδιοκτησίας, [[κοινοκτημοσύνη]]<br /><b>2.</b> η μη [[κατοχή]] κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό του μοναχικού βίου. | |mltxt=η (Α [[ἀκτημοσύνη]]) [[ἀκτήμων]]<br />[[έλλειψη]] κτηματικής περιουσίας, [[ανέχεια]], [[φτώχεια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατάργηση]] της ατομικής ιδιοκτησίας, [[κοινοκτημοσύνη]]<br /><b>2.</b> η μη [[κατοχή]] κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό του μοναχικού βίου. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Besitzlosigkeit]], [[Armut]]</i>, Clem.Al., Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, poverty, Crates Theb. ap. Epiph.Haer.3.2, Poll.3.111, 6.197.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
renuncia a la propiedad, pobreza Crates Theb.Socr.Rel.16, Poll.3.111, 6.197
•esp. de crist. ref. a la pobreza evangélica, Nil.M.79.968C, como virtud de la vida ascética, Basil.M.32.293A, Pall.H.Laus.37.1, considerada como una riqueza, Gr.Naz.M.36.244C.
Greek Monolingual
η (Α ἀκτημοσύνη) ἀκτήμων
έλλειψη κτηματικής περιουσίας, ανέχεια, φτώχεια
μσν.
1. κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, κοινοκτημοσύνη
2. η μη κατοχή κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό του μοναχικού βίου.
German (Pape)
ἡ, Besitzlosigkeit, Armut, Clem.Al., Sp.