κοινοκτημοσύνη
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek Monolingual
η
1. η από κοινού κτήση και χρήση υλικών αγαθών, το να είναι κάτι κοινό κτήμα δύο ή περισσότερων ανθρώπων
2. (νομ.) θεσμός του οικογενειακού δικαίου βάσει του οποίου ορισμένα περιουσιακά στοιχεία τών συζύγων καθίστανται κοινά
3. (κοινων.) οικονομικοκοινωνικό σύστημα στο οποίο δεν ισχύει η ατομική ιδιοκτησία, αλλά, αντίθετα, το σύστημα της από κοινού ιδιοκτησίας και απόλαυσης τών υλικών αγαθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινοκτήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].