Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοινοκτημοσύνη

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

η
1. η από κοινού κτήση και χρήση υλικών αγαθών, το να είναι κάτι κοινό κτήμα δύο ή περισσότερων ανθρώπων
2. (νομ.) θεσμός του οικογενειακού δικαίου βάσει του οποίου ορισμένα περιουσιακά στοιχεία τών συζύγων καθίστανται κοινά
3. (κοινων.) οικονομικοκοινωνικό σύστημα στο οποίο δεν ισχύει η ατομική ιδιοκτησία, αλλά, αντίθετα, το σύστημα της από κοινού ιδιοκτησίας και απόλαυσης τών υλικών αγαθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινοκτήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].