τροπολογέω: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροπολογέω''': ὁμιλῶ τροπικῶς, ἀλληγορικῶς, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 1. 15. - Καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. βορρᾶς, «[[ἄνεμος]] ψυχρὸς [[παγώδης]] καὶ [[σκληρός]], ὃς τροπολογούμενος σκαιὸς καὶ [[ἀπόπεμπτος]] λέγεται».
|lstext='''τροπολογέω''': ὁμιλῶ τροπικῶς, ἀλληγορικῶς, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 1. 15. - Καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. βορρᾶς, «[[ἄνεμος]] ψυχρὸς [[παγώδης]] καὶ [[σκληρός]], ὃς τροπολογούμενος σκαιὸς καὶ [[ἀπόπεμπτος]] λέγεται».
}}
{{pape
|ptext=<i>[[tropisch]], [[figürlich]] [[reden]]; [[allegorisch]] [[auslegen]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπολογέω Medium diacritics: τροπολογέω Low diacritics: τροπολογέω Capitals: ΤΡΟΠΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: tropologéō Transliteration B: tropologeō Transliteration C: tropologeo Beta Code: tropologe/w

English (LSJ)

expound allegorically, Aristeas 150.

Greek (Liddell-Scott)

τροπολογέω: ὁμιλῶ τροπικῶς, ἀλληγορικῶς, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 1. 15. - Καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. βορρᾶς, «ἄνεμος ψυχρὸς παγώδης καὶ σκληρός, ὃς τροπολογούμενος σκαιὸς καὶ ἀπόπεμπτος λέγεται».

German (Pape)

tropisch, figürlich reden; allegorisch auslegen, Sp.