ἀντροειδής: Difference between revisions
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντροειδής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />όμοιος με [[άντρο]]. | |mltxt=[[ἀντροειδής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />όμοιος με [[άντρο]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>höhlen-, [[grottenartig]]</i>, [[κοιλότης]] Plut. <i>plac.phil</i>. 3.15. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:01, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, like caues, Epicur.Ep.2p.48U., Placit.3.15.11.
Spanish (DGE)
-ές
cavernoso τόπος Epicur.Ep.[3] 105, cf. Placit.3.15.11.
Russian (Dvoretsky)
ἀντροειδής:
1) подобный, пещере (κοιλότητες Plut.);
2) Diog. L. = ἀντρώδης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντροειδής: -ές, ὅμοιος, ἄντρῳ, ἢ ἀντρώδης, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105, Πλούτ, 2. 896Ε.
Greek Monolingual
ἀντροειδής (-οῦς), -ές (Α)
όμοιος με άντρο.
German (Pape)
ές, höhlen-, grottenartig, κοιλότης Plut. plac.phil. 3.15.