ὑποζευγνύω: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑποζευγνύω]], ΝΑ, και [[ὑποζεύγνυμι]] Α [[ζευγνύω]] / [[ζεύγνυμι]]<br />(σχετικά με ζώο) [[βάζω]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], [[ζεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]]<br />β) [[κατατάσσω]] σε μία [[τάξη]] («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι [[γένος]]», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=[[ὑποζευγνύω]], ΝΑ, και [[ὑποζεύγνυμι]] Α [[ζευγνύω]] / [[ζεύγνυμι]]<br />(σχετικά με ζώο) [[βάζω]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], [[ζεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]]<br />β) [[κατατάσσω]] σε μία [[τάξη]] («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι [[γένος]]», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ὑποζεύγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:02, 24 November 2022
Greek Monolingual
ὑποζευγνύω, ΝΑ, και ὑποζεύγνυμι Α ζευγνύω / ζεύγνυμι
(σχετικά με ζώο) βάζω κάτω από τον ζυγό, ζεύω
αρχ.
1. μτφ. α) υποτάσσω, υποδουλώνω
β) κατατάσσω σε μία τάξη («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος», Πλάτ.).
German (Pape)
= ὑποζεύγνυμι.