κορυφιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορυφιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το ανώτατο [[άκρο]] κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον<br /><b>2.</b> το άνω [[μέρος]] του χαλινού, η κεφαλαριά, η [[κορυφαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>κορυφίζω</i>].
|mltxt=[[κορυφιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το ανώτατο [[άκρο]] κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον<br /><b>2.</b> το άνω [[μέρος]] του χαλινού, η κεφαλαριά, η [[κορυφαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>κορυφίζω</i>].
}}
{{pape
|ptext=ῆρος, ὁ, am [[Pferdezaum]], = [[κορυφαία]], Hesych. Nach Poll. 5.31 = [[κορυφαῖον]].
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφιστήρ Medium diacritics: κορυφιστήρ Low diacritics: κορυφιστήρ Capitals: ΚΟΡΥΦΙΣΤΗΡ
Transliteration A: koryphistḗr Transliteration B: koryphistēr Transliteration C: koryfistir Beta Code: korufisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A = κορυφαῖον 1, Poll.5.31. 2 = κορυφαία 1, Hsch.s.v. κεκρυφάλους (-αστῆρας cod.).

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφιστήρ: ῆρος, ὁ, = τὸ στενὸν τῆς ἄρκυος, τὸ κορυφαῖον, Πολυδ. Ε΄, 31.

Greek Monolingual

κορυφιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον
2. το άνω μέρος του χαλινού, η κεφαλαριά, η κορυφαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου κορυφίζω].

German (Pape)

ῆρος, ὁ, am Pferdezaum, = κορυφαία, Hesych. Nach Poll. 5.31 = κορυφαῖον.