ἐπιρριπτέω: Difference between revisions
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιρριπτέω:'''<b class="num">1.</b> = το επόμ.· μόνο σε ενεστ. και παρατ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., ρίχνομαι επί τα ίχνη, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐπιρριπτέω:'''<b class="num">1.</b> = το επόμ.· μόνο σε ενεστ. και παρατ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., ρίχνομαι επί τα ίχνη, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=praes. und impf., = [[ἐπιρρίπτω]], Xen. <i>An</i>. 5.2.23. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 24 November 2022
English (LSJ)
= ἐπιρρίπτω (cast at, lay upon, throw upon), only in pres. and impf., X.An.5.2.23, Plb.18.46.12, Ph.Bel.100.13, Sor.2.32:—Pass., Ph.Bel.99.48, Parth.9.8. 2. intr., throw oneself upon the track, X.Cyn.6.22.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf.
jeter sur.
Étymologie: ἐπί, ῥιπτέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρριπτέω: (только praes. и impf.)
1) (на что-л.) бросать, кидать, сбрасывать (ξύλα ἄνωθεν Xen.);
2) бросаться вперед, устремляться: ἐπιρριπτοῦσαι, ταχὺ μεταθεύσονται Xen. (напав на след зайца, собаки) устремившись вперед, быстро бегут.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρριπτέω: τῷ ἑπομ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ξεν. Ἀν. 5. 2, 23. 2) ἀμεταβ., ῥίπτομαι ἐπὶ τὰ ἴχνη, ἐπὶ κυνῶν. Ξεν. Κυν. 6. 22.
Greek Monotonic
ἐπιρριπτέω:1. = το επόμ.· μόνο σε ενεστ. και παρατ., σε Ξεν.
2. αμτβ., ρίχνομαι επί τα ίχνη, στον ίδ.
German (Pape)
praes. und impf., = ἐπιρρίπτω, Xen. An. 5.2.23.